ηρακλεώτης — ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α) ο κάτοικος τής Ηράκλειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. ωτης (πρβλ. επαρχι ώτης, νησ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Ἡρακλεώτης — a man of Heraclea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαρκιανός ο Ηρακλεώτης — (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι.). Γεωγράφος από την Ηράκλεια του Πόντου. Έγραψε αξιόλογα συγγράμματα, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Η επιτομή των ένδεκα της γεωγραφίας Αρτεμιδώρου του Εφεσίου, εν βιβλίοις ια, Περίπλους της Έξω θαλάσσης, εν… … Dictionary of Greek
Ἡρακλεωτῶν — Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεῶται — Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεώταις — Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεώτην — Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεώτου — Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεώτῃ — Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεώτας — Ἡρακλεώτᾱς , Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc acc pl Ἡρακλεώτᾱς , Ἡρακλεώτης a man of Heraclea masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИОНИСИЙ ГЕРАКЛЕЙСКИЙ — ДИОНИСИЙ ГЕРАКЛЕЙСКИЙ (Διονύσιος ὁ Ἡρακλεώτης) (1 я пол. 3 в. до н. э.), стоик, ученик Зенона Китийского (в одно время с Аратом из Сол, ср. SVF I 424); прозван «Перебежчиком» (Μεταθεμένος) за то, что примкнул к киренаикам и объявил конечной… … Античная философия